οὐρανός

οὐρανός
οὐρανός, , der Himmel; (a) das Himmelsgewölbe, welches, als eine hohle Halbkugel gedacht, über der Erdscheibe ruht, auf Säulen, die Erde u. Himmel von einander halten, u. die Atlas trägt; der οὐρανός heißt sehr gewöhnlich εὐρύς, u., weil die Sterne an ihm sich befinden, ἀστερόεις, der gestirnte; er ist das eigentliche Gebiet des Zeus; er enthält oben den Aether u. darunter die Wolken; (b) der Wohnsitz der Götter, die später geradezu über dem Himmelsgewölbe wohnend gedacht werden. Die Menschen sehen daher beim Gebet nach dem Himmel u. heben die Hände gegen ihn empor; zu ihm steigt der Opferdampf empor; (c) übh. wie bei uns der gesamte Luftraum oberhalb der Erde, der Himmel. Wie vom Feuer, Dampf, auch vom Geschrei gesagt wird, daß es zum Himmel aufsteigt; übertr. τῆς κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανεν, ihr Ruhm erreichte den Himmel, erreichte den höchsten Grad, drang bis zu den Göttern; τῶν ὕβρις τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει, ihr Frevel u. ihre Gewalttat reichen zum Himmel, erreichen den höchsten Grad, wie wir wohl sagen 'schreien zum Himmel'; πρὶν οὐρανὸν καὶ γῆν γενέσϑαι, ehe Himmel u. Erde geworden; ὕδωρ πολὺ ἦν ἐξ οὐρανοῦ, es regnete stark. Übertr. (a) ein Zeltdach, ein runder Zelthimmel, Baldachin; (b) der Gaumen, nach der Gestalt benannt

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Οὐρανός — heaven masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρανός — heaven masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου …   Dictionary of Greek

  • ουρανός — ο 1. το άπειρο διάστημα όπου κινούνται τα ουράνια σώματα. 2. ο ουράνιος θόλος σε κάθε τόπο της Γης: Με τ ουρανού το ρόδισμα ξεκινήσαμε. 3. ουράνια περιοχή, ως κατοικία θεών και ψυχών: Ο Θεός βρίσκεται στους Ουρανούς. 4. μτφ., το επιστέγασμα κάθε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ουρανός, Μιχαήλ — (11ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός. Ο θείος του αυτοκράτορας Μιχαήλ ΣΤ’ ο Στρατιωτικός, τον διόρισε στρατηγό διοικητή της Αντιόχειας αντί του στρατηγού Κατακαλών Κεκαυμένου. θέλοντας μάλιστα να του προσδώσει κύρος και αίγλη, τον ονόμασε Ο., επειδή… …   Dictionary of Greek

  • Ουρανός, Νικηφόρος — (10ος 11ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βασίλειου B’ (976 1025). Ως αρχηγός των βυζαντινών στρατευμάτων των ευρωπαϊκών επαρχιών, στάλθηκε από τον αυτοκράτορα εναντίον του ηγεμόνα των Βουλγάρων Σαμουήλ, που… …   Dictionary of Greek

  • Νικηφόρος Ουρανός — Βυζαντινός στρατηγός. Βλ. λ. Ουρανός. Επώνυμο Βυζαντινών στρατηγών …   Dictionary of Greek

  • Уран в мифологии — (Ούρανός небо) в греческой мифологии сын и супруг Геи (Земли), отец титанов, киклопов и сторуких исполинов (гекатонхейров). Так как он не позволял своим детям видеть свет и скрывал их в недрах земли, то Гея возмутила против него детей, и младший… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Уран (миф.) — (Ούρανός небо) в греческой мифологии сын и супруг Геи (Земли), отец титанов, киклопов и сторуких исполинов (гекатонхейров). Так как он не позволял своим детям видеть свет и скрывал их в недрах земли, то Гея возмутила против него детей, и младший… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Οὐρανοῖο — Οὐρανός heaven masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρανοῖο — οὐρανός heaven masc gen sg (epic) οὐρανόω remove to heaven pres opt mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”